- συνεκτροχάζω
- συνεκ-τροχάζω,A compete,
πρὸς τὸν ὅμοιον ζῆλον τῆς ἀρετῆς Ath.Mitt.31.431
(Galata, ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρὸς τὸν ὅμοιον ζῆλον τῆς ἀρετῆς Ath.Mitt.31.431
(Galata, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεκτροχάζω — Α αμιλλώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτροχάζω «βγαίνω έξω τρέχοντας, πραγματεύομαι με συντομία, διατρέχω»] … Dictionary of Greek
συνεκτροχάζειν — συνεκτροχάζω compete pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)